ἀλαζονικῇ

ἀλαζονικῇ
ἀλαζονικός
disposed to make false pretensions
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀλαζονική — ἀλαζονικός disposed to make false pretensions fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

  • καλλιρρημοσύνη — καλλιρρημοσύνη, ἡ (Α) [καλλιρρήμων] 1. η κομψότητα τού λόγου, η καλλιέπεια 2. η αλαζονική γλώσσα, η κομπορρημοσύνη …   Dictionary of Greek

  • μεγαλείος — α, ο (ΑM μεγαλείος, εία, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεγαλείο(ν) α) μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα, αίγλη β) μεγαλοπρεπές έργο, λαμπρό επίτευγμα, μεγαλούργημα («οὐκ οἴδασιν... τὴν παιδείαν κυρίου τοῡ θεοῡ σου, καὶ τὰ μεγαλεῑα αὐτοῡ», ΠΔ) νεοελλ. το ουδ. ως …   Dictionary of Greek

  • μπεηλίκι — και βεηλίκι, το 1. η ιδιότητα, το αξίωμα τού μπέη 2. τρόπος συμπεριφοράς που αρμόζει σε μπέη, σε άρχοντα 3. (κατ επέκτ.) α) αλαζονική συμπεριφορά β) κρατική εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπέης + κατάλ. λίκι (πρβλ. αρα λίκι)] …   Dictionary of Greek

  • τουπέ — το, και τουπές, ο, Ν 1. αλαζονική στάση, συμπεριφορά ή εμφάνιση 2. θράσος, αναίδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. toupet < αρχ. γαλλ. top «άκρη, μύτη, κορυφή»] …   Dictionary of Greek

  • υπεροπλία — η / ὑπεροπλία, ΝΜΑ [ὑπέροπλος] νεοελλ. υπεροχή στα όπλα, ανωτερότητα στον εξοπλισμό έναντι τού εχθρού αρχ. 1. (με αρνητική σημ.) υπερβολική και αλαζονική πίστη στην ισχύ τών όπλων 2. (κατ επέκτ.) υπεροψία, αυθάδεια 3. (με θετ. σημ.) γενναιότητα,… …   Dictionary of Greek

  • φιλοκομπία — ἡ, Α [φιλόκομπος] τάση για αλαζονική συμπεριφορά, για κομπασμό …   Dictionary of Greek

  • φρύαγμα — το, ΝΜΑ [φρυάσσομαι / ω] (ιδίως για άλογο) ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια, φρίμασμα («ἀκούω... ἱππικῶν φρυαγμάτων», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. υπερβολικός θυμός, παράφορη οργή μσν. αρχ. μτφ. αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια («τὸ κενὸν φρύαγμα τοῡτο καὶ… …   Dictionary of Greek

  • φυσημάτιον — τὸ, Α [φύσημα, φυσήματος] 1. ελαφρό φύσημα 2. κάποια αλαζονεία, κάπως αλαζονική στάση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”